Εορτολόγιο

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Οι βάσεις του ελληνικού προβλήματος

Το σημερινό ελληνικό πρόβλημα είναι απλό – τραγικά απλό. Και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να λυθεί. Στηρίζεται σε τρεις βάσεις: Στην έννοια της εργασίας, στην έννοια της σύνταξης και στην έννοια του κέρδους.

α) Τι σημαίνει εργασία για τον σημερινό Έλληνα (ιδιαίτερα τον νεώτερο); [Ας μην αρχίσουμε να μιλάμε για διάφορες μειοψηφίες, ας μιλήσουμε, επιτέλους, για την πλειοψηφία χωρίς να έχουμε ταμπού]. Εργασία, λοιπόν, είναι εκείνος ο χρόνος που αισθάνεται ο Έλληνας πως του μειώνει τον ελεύθερο χρόνο του. Στη συνείδησή του, ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ο χρόνος που περισσεύει από την εργασία του. Η εργασία δεν είναι τρόπος ζωής. Είναι κάτι που θα ήθελε, με κάθε μέσο (θεμιτό ή αθέμιτο), να αποφύγει. Και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρεται για κανένα συγκεκριμένο είδος εργασίας – όπου χωθεί, αν είναι δυνατόν με «μέσον», κι αν είναι δυνατόν χωρίς κανέναν κόπο. Όπως ακριβώς συμπληρώνουν τα μηχανογραφικά δελτία τους οι υποψήφιοι φοιτητές: να μπούνε κάπου κι όπου μπούνε – τι τους νοιάζει; Φυσικά, στο σχολείο δεν έχουν μάθει (και ποιος ενδιαφέρεται να τους μάθει) την προέλευση της λέξης δημιουργός. Δεν ξέρουν πως έχει τις ρίζες της στη Μινωική περίοδο και σημαίνει τον εργάτη του δήμου: αυτόν που κατασκεύαζε στα εργαστήρια των Μινωιτών όλα αυτά τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης (λυχνάρια, κανάτες, κιούπια κλπ.) που θαυμάζουμε σήμερα στο Μουσείο του Ηρακλείου (ελπίζω να τέλειωσε, επιτέλους, η επισκευή του). Κι αυτός ο εργάτης δεν ενδιαφερόταν για μπόνους, τιμαριθμικές αυξήσεις και συντάξεις. Τον ενδιέφερε, κυρίως, αυτό που έκανε να το έκανε καλά (καλύτερα από τους άλλους) γιατί ΕΚΕΙΝΟΣ το έκανε. Έτσι, η λέξη δημιουργός απέκτησε μια τόσο σημαντική έννοια και ταυτίστηκε με τον θεό.


Τι συμβαίνει, όμως, όταν η εργασία μας δεν έχει ή δεν μας ενδιαφέρει να έχει τα στοιχεία της δημιουργίας; Ο καημένος ο Μαρξ το έχει πει κι αυτό με τον δικό του τρόπο: έρχεται η αλλοτρίωση. Κάτι που μπορούμε, αν θέλουμε, να το δούμε καθαρά γύρω μας. Ας πούμε, έρχεται Σαββατοκύριακο. Βάζουμε την οικογένεια στο αυτοκίνητο και ορμάμε στους εθνικούς δρόμους. Γιατί το κάνουμε αυτό; Προφανώς γιατί δεν αντέχουμε να μείνουμε στο σπίτι μας (για το οποίο ξοδέψαμε τόσα χρήματα). Αν μέναμε σπίτι θα έπρεπε να κουβεντιάσουμε με τη γυναίκα και τα παιδιά μας, να βρούμε τρόπους συνεννόησης και επικοινωνίας, να φτιάξουμε μια ωραία ατμόσφαιρα (όχι σαν κι αυτή που έλεγε ο Ηλιόπουλος στην ταινία), να αντιμετωπίσουμε τα ουσιαστικά θέματα ανατροφής. Όλη τη βδομάδα λέμε πως σκοτωνόμαστε τρέχοντας και δεν έχουμε καθόλου χρόνο!… Να, λοιπόν, που υπάρχει το Σαββατοκύριακο. Όχι, όμως. Εμείς ορμάμε στην εθνική οδό και αρχίζουμε να κάνουμε ζιγκ-ζαγκ γιατί δεν αντέχουμε να ακολουθούμε κάποια λουρίδα και να είναι κάποιος μπροστά μας. Μπαίνουμε στη ΛΕΑ γιατί είμαστε πιο έξυπνοι και ξεπερνάμε τους άλλους που μποτιλιάρονται. Μα, υποτίθεται πως βγήκαμε για να ξεσκάσουμε, να ηρεμήσουμε, να αισθανθούμε ωραία κοντά στη φύση. Φαίνεται, όμως, πως μόνο απωθημένα έχουμε να βγάλουμε… Το CD του αυτοκινήτου παίζει στη διαπασών. Έτσι δεν χρειάζεται να μιλήσουμε με τη γυναίκα μας. Κι επιπλέον δεν μας ενοχλούν και τα παιδιά μας που τσακώνονται στο πίσω κάθισμα, αφού καλύπτονται οι φωνές τους από τη «μουσική». Και πού πάμε; Φυσικά κάπου να φάμε μέχρι σκασμού. Αρκεί να δει κανείς τι αφήνει κάθε παρέα στο τραπέζι που έτρωγε πριν. Ας μην είμαι άδικος. Βγαίνουμε και στη φύση. Εξάλλου, αν δεν το κάναμε αυτό, πού θα πετάγαμε τα σκουπίδια μας για να έχουν κάτι να κάνουν και κάποιες γραφικές εθελοντικές οργανώσεις; [Μπορούν να καούν το καλοκαίρι μαζί με τα δέντρα ή να τα στείλει ο αέρας στη θάλασσα και να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτά].



β) Ποια είναι η έννοια της σύνταξης; Πότε κάποιος πρέπει να γίνει συνταξιούχος; Τι κάνει ένας συνταξιούχος; Ας δούμε πρώτα γιατί να πάρει κάποιος σύνταξη. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι: για να ξεκουραστεί μετά από πολλά χρόνια δουλειάς. Πόσα είναι, όμως, τα «πολλά χρόνια»; Δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα; Ποιος είναι αυτός που θα ορίζει πόσα είναι τα «πολλά χρόνια» και με ποια διαδικασία; Και πόση είναι η πραγματική κούραση ενός εργαζόμενου, ας πούμε σε γραφείο; Αν θα κάνει μπάνιο στη θάλασσα ή αν θα περπατάει στην εξοχή θα κουράζεται λιγότερο; Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω είναι δικαιολογίες για να μην πούμε την αλήθεια: Από τη στιγμή που η δουλειά μας δεν αποτελεί τρόπο ζωής, αλλά κάνουμε τα πάντα για να την αποφύγουμε, είναι λογικό πως θα θέλαμε να πάρουμε σύνταξη όσο γίνεται νωρίτερα – για να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε να κάνουμε. Υπάρχουν αρκετοί (αυτοί που αγαπούν τη δουλειά τους, αλλά είναι μειοψηφία) που αισθάνονται πολύ άσχημα όταν υποχρεώνονται να σταματήσουν να δουλεύουν. Και τι θα κάνουν μετά; Θα κάθονται και θα βλέπουν τηλεόραση; Εδώ φτιάχτηκαν τα ΚΑΠΗ για να έχουν κάτι να κάνουν οι συνταξιούχοι και να μην πεθάνουν από ανία και πλήξη!…

Αν θα θέλαμε να είμαστε λογικοί και να έχουμε μια σοβαρή κοινωνική θεώρηση των πραγμάτων, θα έπρεπε να ορίσουμε πως σύνταξη παίρνει όποιος δεν μπορεί να είναι (σε κάποιον ικανοποιητικό βαθμό) παραγωγικός στη ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ δουλειά που κάνει, είτε λόγω γήρατος είτε λόγω κάποιας ασθένειας. [Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ένα σύστημα που δεν λαδώνεται για να τους βγάζει όλους κακογερασμένους ή ανάπηρους]. Εξάλλου στα περισσότερα επαγγέλματα υπάρχουν δραστηριότητες, στις οποίες ένα άτομο μπορεί να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Ας πούμε, στην Αστυνομία. Γιατί δεν μπορεί κάποιο φυσιολογικό άτομο εξήντα χρόνων να εργάζεται αποδοτικά μέσα στις αστυνομικές διευθύνσεις και στα αστυνομικά τμήματα – κι όταν πηγαίνουμε εκεί βλέπουμε μόνο νεαρούς άντρες και νεαρές γυναίκες; Φυσιολογικά, θα έπρεπε να βλέπουμε μάλλον με συμπόνια τους καημένους τους συνταξιούχους που δεν μπορούν να ασχοληθούν πια δημιουργικά και παραγωγικά με τη δουλειά τους. Όχι να τους ζηλεύουμε που κάθονται και δεν δουλεύουν!… Όσο για τον παραλογισμό που αφορά τις μητέρες με ανήλικα παιδιά, τι να πει κανείς; Αντί να τις βοηθήσουμε με (πληρωμένες) γονικές άδειες, με βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς και τόσα άλλα που είναι δυνατόν να γίνουν για να μπορέσουν και να δουλέψουν παραγωγικά και να αναθρέψουν σωστά τα παιδιά τους, πολλοί υποστηρίζουν πως πρέπει να πάρουν σύνταξη όταν τα παιδιά είναι κοντά στην ενηλικίωσή τους και τότε ελαττώνονται σοβαρά (ή θα έπρεπε να ελαττώνονται σοβαρά, αν η ανατροφή των παιδιών είναι σωστή) οι οικογενειακές ανάγκες της μητέρας. Με τι θα ασχολείται μια μητέρα αφού σταματήσει την εργασία της και τα παιδιά φύγουν από το σπίτι; Με τη μπιρίμπα ή με το κουτσομπολιό;



γ) Τι σημαίνει για τον Έλληνα η λέξη «κέρδος»; Όταν κερδίζει ο ίδιος, είναι «έξυπνος» (και τρέχει στο χρηματιστήριο για να αγοράσει μετοχές-φούσκες). Όταν κερδίζει άλλος, τότε κερδίζει ο «κακός». Οποιοσδήποτε επιχειρηματίας είναι «κακός» γιατί κερδίζει, ενώ ο εργαζόμενος στην επιχείρησή του είναι «καλός» γιατί εργάζεται! Θέλουμε, λοιπόν, να υπάρχουν «καλοί» επιχειρηματίες που να μην ενδιαφέρονται για το κέρδος τους για να έχουν δουλειά οι εργαζόμενοι και να βρίσκουν δουλειά οι άνεργοι. Θέλουμε να υπάρχουν επιχειρηματίες που να ρισκάρουν τα πάντα, που να ασχολούνται 24 ώρες το 24ωρο (διαφορετικά δεν γίνεται) με την επιχείρησή τους, αλλά να κερδίζουν όσα και οι εργαζόμενοι (με σταθερό ωράριο, αυξανόμενο μισθό και σιγουριά για την εργασία τους). Τότε γιατί να γίνει κανείς επιχειρηματίας; Βέβαια υπάρχει και το κράτος για να έχει μόνιμους εργαζόμενους που να παίρνουν μίζες, να πηγαίνουν να ψωνίζουν από το σουπερμάρκετ την ώρα της εργασίας τους, να αντιμετωπίζουν τους υπόλοιπους με αδιαφορία, να μην ενδιαφέρονται για την παραγωγικότητά τους κλπ. Κι έτσι, λοιπόν, έρχεται η ώρα της «κακής» Τρόικας να μας πει ότι αυτά που θέλουμε απλώς δεν γίνονται. Όταν τα κάνουμε χρεοκοπούμε. Η βελτίωση του επιπέδου ζωής των πολιτών σε μια χώρα στηρίζεται σε δύο βάσεις: στην παραγωγικότητα των εργαζομένων (σε μισθωτή εργασία) και στην επιχειρηματικότητα όσων θέλουν να ρισκάρουν και να αντιμετωπίσουν τον (διεθνή πια) ανταγωνισμό. Η δημιουργικότητα και το επιχειρηματικό κέρδος είναι τα κίνητρα για την ανάπτυξη μιας κοινωνίας.

Συμπέρασμα: Είναι πολύ εύκολο, επομένως, να σκεφτούμε πως δεν υπάρχουν και πολλές ελπίδες για το ορατό μέλλον της Ελληνικής κοινωνίας. Εκτός αν…
Τάσος Ανθουλιάς