Σουβλατζής στο... Βιετνάμ είναι εδώ και μερικές μέρες ένας Σαλονικιός, πρώην εκπαιδευτής βατραχανθρώπων στην Ελλάδα, ο οποίος θέλησε να δοκιμάσει αλλού την τύχη του... Αν περάσετε μια βόλτα από Βιετνάμ, μη διστάσετε να παραγγείλετε ένα γύρο απ' όλα!
Στην παραλιακή πόλη Nha Trang θα έρθετε "αντιμέτωποι" με κάποιες γνώριμες μυρωδιές αλλά και εικόνες... Παραγγείλετε ένα διπλόπιτο με τζατζίκι στο σουβλατζίδικο του Γιώργου Τσακόγια που βρίσκεται στην οδό Nguyen Thien Thu, δύο μόλις δρόμους πάνω από μια ονειρική παραλία της περιοχής. Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό σουβλατζίδικο που άνοιξε πριν από λίγες μέρες στο Βιετνάμ, τη χώρα που αποτέλεσε το «μήλον της Εριδος» κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τη δεκαετία του '60.
Οπως αποκαλύπτει στην «Espresso» ο 55χρονος Σαλονικιός Γιώργος Τσακόγιας, ιδιοκτήτης του σουβλατζίδικου «GREEK SOUVLAKI», βρέθηκε εκεί πριν από τρία χρόνια τυχαία, εκτίμησε την οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα και αποφάσισε να μεταναστεύσει στη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας προκειμένου να δοκιμάσει την τύχη του και να αλλάξει τη ζωή του:
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, χώρισα και ξαναπαντρεύτηκα. Στην Ελλάδα ασχολήθηκα επί σειρά ετών ως εκπαιδευτής βατραχανθρώπων και αργότερα ως ιδιοκτήτης σιδερωτηρίου-καθαριστηρίου. Δυστυχώς, λόγω της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε από το 2008 οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και έκλεισα την επιχείρηση. Κατάλαβα έγκαιρα ότι η χώρα μας δεν έχει μέλλον και άρχισα να σκέφτομαι το εξωτερικό. Κάποια στιγμή, το 2009, ξεκίνησα με τη δεύτερη γυναίκα μου να πάω διακοπές στην Ταϊλάνδη, αλλά λόγω των εσωτερικών ταραχών και των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα κατέληξα στο Βιετνάμ, στην παραλιακή πόλη Nha Trang που είναι στην κυριολεξία ένας παράδεισσος επί Γης. Είπαμε μέσα μας “αυτό είναι” και έκτοτε μένουμε εδώ».
«Στόχος μας είναι να μάθουμε τους Ασιάτες να τρώνε, εκτός από ρύζι, και σουβλάκι», συνέχισε ο Τσακογιάς ο οποίος άνοιξε το σουβλατζίδικο αυτό υποκινούμενος από οικονομικές συσκολίες.
«Το σουβλάκι έχει προκαλέσει πάταγο εδώ στο Βιετνάμ, διότι όλα τα υλικά είναι χειροποίητα αφού δεν υπάρχουν έτοιμα για να τα βρω. Φτιάχνω τα πάντα μόνος μου, από τις πίτες, μέχρι το τζατζίκι και τις σάλτσες. Να φανταστείτε ότι επειδή δεν υπάρχει γιαούρτι, αναγκάζομαι να το φτιάχνω μόνος μου από γάλα, όλα παραδοσιακά».
Οπως μας εξηγεί όμως ο κ. Τσακόγιας, στο Βιετνάμ ένα σουβλάκι ισοδυναμεί περίπου με το μεροκάματο ενός εργάτη: «Δυστυχώς, πελάτες μου είναι τουρίστες και όσοι από τους ντόπιους ανήκουν στη μεγαλοαστική τάξη, διότι ένα σουβλάκι κοστίζει 35.000 ντονγκ, όταν το μέσο μεροκάματο δεν ξεπερνά τα 45.000 ντονγκ. Αν κάνετε την αντιστοιχία, τα 35.000 ντονγκ είναι περίπου 1,5 ευρώ και το μεροκάματό τους δεν ξεπερνά τα 2 ευρώ!»
Τα άγχη και οι σκοτούρες έχουν κάνει “φτερά” και τη θέση τους έχουν πάρει η ηρεμία και η οικονομική σταθερότητα στη ζωή του Σαλονικιού σουβλατζή: «Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν θέλω να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Εδώ η ζωή κυλά χαλαρά. Ούτε εφορίες, ούτε ΙΚΑ, ούτε ΤΕΒΕ, ούτε ΦΠΑ, τίποτα απ’ όλα αυτά. Δουλεύω, δηλώνω όσα βγάζω και φορολογούμαι με ένα μικρό ποσοστό επί των κερδών. Το “επιχειρείν” είναι πανεύκολο. Μου πήρε μόνο μία μέρα για να ανοίξω το μαγαζί, ενώ το ενοίκιο που πληρώνω δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ τον μήνα! Μιλάμε για αστείο ποσό, που αν δουλέψω σωστά το βγάζω μέσα σε μία μέρα».
Mήπως να το ξανασκεφτούμε και εμείς και να πάμε μια “βόλτα” από το Βιετνάμ;
Στην παραλιακή πόλη Nha Trang θα έρθετε "αντιμέτωποι" με κάποιες γνώριμες μυρωδιές αλλά και εικόνες... Παραγγείλετε ένα διπλόπιτο με τζατζίκι στο σουβλατζίδικο του Γιώργου Τσακόγια που βρίσκεται στην οδό Nguyen Thien Thu, δύο μόλις δρόμους πάνω από μια ονειρική παραλία της περιοχής. Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό σουβλατζίδικο που άνοιξε πριν από λίγες μέρες στο Βιετνάμ, τη χώρα που αποτέλεσε το «μήλον της Εριδος» κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τη δεκαετία του '60.
Οπως αποκαλύπτει στην «Espresso» ο 55χρονος Σαλονικιός Γιώργος Τσακόγιας, ιδιοκτήτης του σουβλατζίδικου «GREEK SOUVLAKI», βρέθηκε εκεί πριν από τρία χρόνια τυχαία, εκτίμησε την οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα και αποφάσισε να μεταναστεύσει στη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας προκειμένου να δοκιμάσει την τύχη του και να αλλάξει τη ζωή του:
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, χώρισα και ξαναπαντρεύτηκα. Στην Ελλάδα ασχολήθηκα επί σειρά ετών ως εκπαιδευτής βατραχανθρώπων και αργότερα ως ιδιοκτήτης σιδερωτηρίου-καθαριστηρίου. Δυστυχώς, λόγω της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε από το 2008 οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και έκλεισα την επιχείρηση. Κατάλαβα έγκαιρα ότι η χώρα μας δεν έχει μέλλον και άρχισα να σκέφτομαι το εξωτερικό. Κάποια στιγμή, το 2009, ξεκίνησα με τη δεύτερη γυναίκα μου να πάω διακοπές στην Ταϊλάνδη, αλλά λόγω των εσωτερικών ταραχών και των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα κατέληξα στο Βιετνάμ, στην παραλιακή πόλη Nha Trang που είναι στην κυριολεξία ένας παράδεισσος επί Γης. Είπαμε μέσα μας “αυτό είναι” και έκτοτε μένουμε εδώ».
«Στόχος μας είναι να μάθουμε τους Ασιάτες να τρώνε, εκτός από ρύζι, και σουβλάκι», συνέχισε ο Τσακογιάς ο οποίος άνοιξε το σουβλατζίδικο αυτό υποκινούμενος από οικονομικές συσκολίες.
«Το σουβλάκι έχει προκαλέσει πάταγο εδώ στο Βιετνάμ, διότι όλα τα υλικά είναι χειροποίητα αφού δεν υπάρχουν έτοιμα για να τα βρω. Φτιάχνω τα πάντα μόνος μου, από τις πίτες, μέχρι το τζατζίκι και τις σάλτσες. Να φανταστείτε ότι επειδή δεν υπάρχει γιαούρτι, αναγκάζομαι να το φτιάχνω μόνος μου από γάλα, όλα παραδοσιακά».
Οπως μας εξηγεί όμως ο κ. Τσακόγιας, στο Βιετνάμ ένα σουβλάκι ισοδυναμεί περίπου με το μεροκάματο ενός εργάτη: «Δυστυχώς, πελάτες μου είναι τουρίστες και όσοι από τους ντόπιους ανήκουν στη μεγαλοαστική τάξη, διότι ένα σουβλάκι κοστίζει 35.000 ντονγκ, όταν το μέσο μεροκάματο δεν ξεπερνά τα 45.000 ντονγκ. Αν κάνετε την αντιστοιχία, τα 35.000 ντονγκ είναι περίπου 1,5 ευρώ και το μεροκάματό τους δεν ξεπερνά τα 2 ευρώ!»
Τα άγχη και οι σκοτούρες έχουν κάνει “φτερά” και τη θέση τους έχουν πάρει η ηρεμία και η οικονομική σταθερότητα στη ζωή του Σαλονικιού σουβλατζή: «Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν θέλω να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Εδώ η ζωή κυλά χαλαρά. Ούτε εφορίες, ούτε ΙΚΑ, ούτε ΤΕΒΕ, ούτε ΦΠΑ, τίποτα απ’ όλα αυτά. Δουλεύω, δηλώνω όσα βγάζω και φορολογούμαι με ένα μικρό ποσοστό επί των κερδών. Το “επιχειρείν” είναι πανεύκολο. Μου πήρε μόνο μία μέρα για να ανοίξω το μαγαζί, ενώ το ενοίκιο που πληρώνω δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ τον μήνα! Μιλάμε για αστείο ποσό, που αν δουλέψω σωστά το βγάζω μέσα σε μία μέρα».
Mήπως να το ξανασκεφτούμε και εμείς και να πάμε μια “βόλτα” από το Βιετνάμ;