(ένα άρθρο με αφορμή την συζήτηση για τα κέντρα κράτησης στο περιφερειακό συμβούλιο Στερεάς)
της Δέσποινας Σπανούδη
της Δέσποινας Σπανούδη
Η συζήτηση για τα κέντρα κράτησης, έχει ξεπεράσει κάθε όριο γελοιότητας της σύγχρονης δημόσιας ζωής. Ο Χρυσοχοίδης μας κουνάει το δάχτυλο από την τηλεόραση αναφωνώντας αγανακτισμένος «δεν πάει άλλο» ενώ στο τελευταίο περιφερειακό συμβούλιο ξιφούλκησαν επίδοξοι υποψήφιοι βουλευτές.
Και μόνο για την αθλιότητα των παρατάξεων της συγκυβέρνησης, να καπηλεύονται προεκλογικά το πρόβλημα που οι ίδιοι διογκώνουν τις τελευταίες δεκαετίες, θα έπρεπε να τους γυρίσουν όλοι την πλάτη.
Και μόνο το θράσος να επιχειρούν να στρέψουν αλλού την οργή των ολοένα και πιο εξαθλιωμένων Έλληνων, μεγάλος αριθμός των οποίων ζει ήδη μαζί με μετανάστες στο δρόμο, επιβεβαιώνει σε τι χέρια βρίσκεται η χώρα.
Αλλά και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλο μέρος συμπολιτών μας, οι οποίοι πιστεύουν ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί απλά με αστυνομικά μέτρα, μέτρα φρούρησης των συνόρων και απέλασης των μεταναστών, δείχνει πόσο εύκολα «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται».
Όπως συμβαίνει πάντα όταν συζητάμε ένα κοινωνικό πρόβλημα, οι διαπιστώσεις είναι εύκολες για όλους: καμιά χώρα δεν μπορεί να υποδεχτεί άπειρο αριθμό μεταναστών, κανένας δεν θέλει να ζει σε γκέτο φτώχειας και εγκληματικότητας, το κέντρο της Αθήνας είναι χώρος ντροπής, στα χωριά υπάρχει ανασφάλεια, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης πολλών μεταναστών δημιουργούν υγειονομικούς κινδύνους κλπ. Σωστά. Το θέμα όμως είναι οι λύσεις.
Και προφανώς δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθούν λύσεις, αν δεν αντιμετωπιστούν τα αίτια. Ποιές λοιπόν είναι οι αιτίες που ορδές απελπισμένων από την Ασία και την Αφρική, περνούν καθημερινά τα σύνορα; Για ποιό λόγο, αφού τα περάσουν δεν μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους και παραμένουν στην χώρα, που μετατρέπεται σε απέραντο στρατόπεδο; Γιατί όσοι παραμένουν στη χώρα, βρίσκονται αόρατοι και σε καθεστώς παρανομίας που διευκολύνει κάθε εκμετάλλευση, τους κάνει υποχείρια σε νονούς και προστάτες, κάνει αδύνατη την υγειονομική παρακολούθηση, την νόμιμη εργασία, την απόδοση εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία; Και τελικά ποιοί τα δημιουργούν όλα αυτά; Μήπως οι ίδιοι που στέλνουν μετανάστες τους νέους της Ελλάδας σήμερα; Οι ίδιοι που αύριο θα πιέζουν όλους τους εργαζόμενους στην Ευρώπη για περικοπές στο βιοτικό επίπεδο, στην ασφάλεια, τα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ελευθερία, προκειμένου να συνεχίζει ο παγκόσμιος πλούτος να μαζεύεται σε ολοένα και λιγότερα χέρια, όπως μας ενημερώνουν οι στατιστικές;
Για να μλήσουμε λογικά, οι λύσεις δεν είναι εύκολες και δεν είναι δυνατό να βρεθούν σε μια μόνο κατεύθυνση και μάλιστα του τύπου: «πονάει κεφάλι- κόψει κεφάλι». Αλλά οι εγχώριοι εκπρόσωποι των ξένων αφεντάδων, παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια. Γιατί σε τόσο κρίσιμες περιόδους, με τόση απόγνωση και οργή να συσσωρεύεται, οι κήρυκες του μίσους εύκολα μεταμφιέζονται σε σωτήρες. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα και από την πρόσφατη ιστορία, για το που μπορεί να οδηγήσουν τέτοιες καταστάσεις. Γιατί όταν η λογική παύει να λειτουργεί, οι άνθρωποι γίνονται αγέλες.
Ας το ξανασκεφτούμε : Όταν η επιβίωση (του πεινασμένου, του πολιτικού πρόσφυγα, του πρόσφυγα πολέμου) γίνεται αδίκημα, τότε κινδυνεύουμε όλοι.
Σήμερα είναι οι μετανάστες, αύριο θα είμαστε εμείς.