Δυστυχώς για
τους ευαίσθητους και ευτυχώς για τους κυνικούς του ρεαλισμού οι εποχές
τελειώνουν και οι αλλαγές αδυσώπητες τραντάζουν τις κοινωνίες, που, αν
και φαφλατίζουν αδιάκοπα ως «γνώστες» των μεταβολών, προκαταλαμβάνονται
εξ απήνης αδυνατώντας να τις αφομοιώσουν.
Τούτη την
εποχή ζούμε στιγμές που τα πράγματα μέσα στην απότομη σκληράδα των
εποχών μεταβάλλονται άρδην και η κοινωνία μας ενεή διαπιστώνει να
ελαύνεται από δυνάμεις τις οποίες αδυνατεί να ελέγξει. Ήταν αυτές όμως
που εύκολα θα είχε το κουράγιο να αναγνωρίσει και να ξορκίσει, χρόνια
πριν κάνουν την εμφάνισή τους απειλητικές.
Η ελληνική
κοινωνία-είναι αλήθεια αδιάψευστη ετούτη-έζησε μέσα στη θωπεία του
ψεύδους της χρόνια πολλά. Εξέθρεψε μύθους που θέριεψαν κι έγιναν
φαντάσματα ζοφερά.
Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο μεταπολιτευτικός μύθος της «δημοκρατίας που δεν γνωρίζει αδιέξοδα».
Σε μια κοινωνική οργάνωση που αποθέωνε το πελατειακό αλισβερίσι και η
οποία μετέπλαθε την πολιτική πράξη σε εργαλειακή σχέση δώρου
-αντίδωρου, ο πολίτης εκτελούσε τυπικά ένα καθήκον το οποίο οριζόταν
από την υπεράσπιση του στενού προσωπικού του συμφέροντος. Αυτό
καθιστούσε την άσκηση μικροπολιτικής εύκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα οι
αντιδράσεις των πολιτών και των πολιτικών να μην υπερβαίνουν τα
προβλέψιμα. Με αυτήν την πρακτική η αποκάλυψη παρασπονδιών του πολιτικού
κατεστημένου αποτελούσε απονενοημένο διάβημα, ο πρωτεργάτης του οποίου
περνούσε στο περιθώριο. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός ο κοινωνικός
μιθριδατισμός, ο εθισμός στο δηλητήριο της παρανομίας, της απάτης και
της διαφθοράς, που συναντούσε όμως σιωπηρά την συγκατάνευση των πολιτών,
αφού το αντίδωρο συχνά ήταν η πολιτική εύνοια και αποκατάσταση πλήθους
ψηφοφόρων. Έτσι η φερόμενη ως αδιέξοδη «δημοκρατία» ήταν στην
πραγματικότητα ένα ολέθριο αδιέξοδο!
Δεύτερος μεγάλος μύθος υπήρξε αυτός της ανεξάρτητης πορείας της χώρας και του περίφημου σοσιαλιστικού της μετασχηματισμού,
με του οποίου το αφιόνι ποτίστηκαν οι γενιές κυρίως από το 1981 και
μετά. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο παρά για την υποκατάσταση της
παραγωγικής δυνατότητας του κράτους από μια στυγνή και ξεδιάντροπη
πολιτική παροχών και προσκόλλησης στην επάρατη τακτική των επιδοτήσεων,
οι οποίες απονεύρωσαν τον παραγωγικό ιστό και κατέστησαν τη χώρα επαίτη
των ευρωπαϊκών διευκολύνσεων. Αυτές οι τελευταίες, βέβαια,
μεταφράζονταν σε εκατομμύρια που διασπαθίστηκαν ανερυθρίαστα σε
κομματικές παράτες οδηγώντας γρήγορα σε αδιέξοδα. Με την πάροδο των ετών
ο υπερδανεισμός για την κάλυψη του πελατειακού οργίου αποτέλεσε
ταφόπλακα στην προοπτική των μελλοντικών γενεών να κινηθούν αυτόνομα.
Στα ίδια πλαίσια πρέπει να εντάξουμε και το παραμύθι των Ολυμπιακών αγώνων,
που η άρχουσα ιδεολογία λάνσαρε με περισσή μαεστρία, θωπεύοντας τα
βιωματικά ανακλαστικά ενός λαού αμνήμονα, ο οποίος, ενώ πολιτισμικά
απείχε παρασάγγας από τον πολιτισμό και την πολιτική ηθική του αρχαίου
κόσμου, μόνο κατ΄ έθος μνήμης και περιστασιακά θυμούνταν ότι κάποια
σχέση τον συνέδεε-μάλλον μνημονικής υποχρέωσης- με το χθες.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οικοδομήθηκε και ο τρίτος μύθος της αριστερής πολιτικής.
Αυτός αυτοπροσδιοριζόταν ως η πολιτική έκφραση ενός κοινωνικού,
πολιτικού και οικονομικού μαξιμαλισμού που επεδίωκε περισσότερα,
αδιαφορώντας με σουρεαλισμό υπερβάλλοντα τόσο για τις επιπτώσεις, όσο
και για το εφικτό των διεκδικήσεων. Το αποτέλεσμα υπήρξε «μεγαλοπρεπές».
Σε όλους τους τομείς τη διοίκησης απαιτούνταν από την «αριστερή» φαεινή
διεκδίκηση «μαζικοί διορισμοί»-ο χώρος της εκπαίδευσης το έζησε
χρόνια με τις ανεξήγητες υπεραριθμίες-και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία
έσπευδε ταχέως να τους πραγματοποιήσει, πλειοδοτώντας σε προθυμία,
έμφοβη καθώς ήταν για την απώλεια ψήφων, ήτοι της κυβερνητικής
παντοδυναμίας. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια ιδίως, μια ανεξήγητη,
ανεδαφική και εθελότυφλη αντίληψη αδυνατούσε να διακρίνει το πρόβλημα
της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, η οποία έφερε στη χώρα εκατοντάδες
χιλιάδες ανθρώπους, τους όποιους εκ των πραγμάτων θα στοίβαζε σε
συνθήκες απάνθρωπες, μετατρέποντάς τους σε βραδυφλεγή κοινωνική βόμβα.
Σήμερα με τη
χώρα εξουθενωμένη, τον παραγωγικό ιστό της να αποτελεί ανέκδοτο και το
λαό της συγχυσμένη αγέλη στη συντριπτική του πλειονότητα, ήρθε η ώρα του
απολογισμού και οπωσδήποτε της Τίσεως, που παραμονεύει ὑστερόποινος,
κατά τον Αισχύλο. Έτσι όριζε η ηθική των προγόνων που επιδεικτικά, όπως
εκ των πεπραγμένων μας αποδεικνύεται, αγνοούσαμε ως σήμερα.
Ο εσμός της
πολιτικής σαπίλας, προσδιοριστικής των εχόντων την εξουσία, αναζητά
φταίχτες και επιβάλλει πολιτικές υπαγορευμένες από το διεθνές καρτέλ των
τραπεζών. Η πρακτικές είναι γνωστές: ασφυκτική πολιτική περικοπών,
επιβολή επαχθέστατων φορολογικών επιβαρύνσεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε τρία
χρόνια τώρα η κοινωνία να εξωθείται οργισμένη σε ακραίες πολιτικές
επιλογές.
Τις
τελευταίες εβδομάδες υλοποιείται το βασικό μέρος τους δράματος με την
πολιτική μιας κυβέρνησης εντολοδόχου του τραπεζικού κατεστημένου, το
οποίο αδιαφορεί παγερά για την κοινωνική κατάσταση και επιβάλλει δια των
νομίμων του τοποτηρητών εκ βάθρων κατεδαφίσεις και στην εργασιακή
νομοθεσία, με τις προθέσεις του σαφείς και εξόφθαλμες: πλήρης
αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, κατάρριψη του ευρωπαϊκού κεκτημένου και
την μετατροπή της χώρας σε αποικία των ισχυρών της Ευρώπης.
Όμως αυτή η
πρακτική εξωθεί αμυντικά ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού
στην αναζήτηση «δραστικών» λύσεων με την υποστήριξη ακροδεξιών
σχηματισμών, οι οποίοι στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν αυξημένα
ποσοστά. Φυσικά κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν θα αποδώσει αυτήν την
αύξηση σε ακροδεξιές καταβολές και αντιδραστικά ένστικτα του ελληνικού
λαού. Μια τέτοια θέση θα ήταν ανιστόρητη και πολιτικά αναπόδεικτη. Είναι
η «λογική», μέσα στον παραλογισμό της αντίδρασης, ενός λαού που νιώθει
την πολιτική όχι έκφραση της βούλησής του, αλλά ως έναν αιφνίδιο θάνατο
που επιβάλλεται έξωθεν από δυνάμεις απροσδιόριστες.
Με την υγεία
κατεστραμμένη, την παιδεία ασθμαίνουσα, την ασφάλεια ανέκδοτο και την
καθημερινότητα επώδυνη με τις αντοχές εξαντλημένες, η παραπαίουσα
κοινωνία επιδιώκει αδιέξοδα «στηρίγματα». Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται
διόλου αντιληπτό από το αριστερό «ιερατείο» το οποίο απεύχεται
κοινωνικές συγκρούσεις, επιβραδύνει ανεξήγητα εξεγέρσεις και βέβαια
εξορκίζει την εξουσία, καθώς αδυνατεί προκλητικά ανόητα να
διαχειριστεί.
Η κάθαρση
στη τραγωδία οδεύει να είναι αιματηρή. Όσο θα συνεχίζεται η απάνθρωπη
σύμπλευση τραπεζών και κυβερνητικής τρομοκρατίας, τόσο και μεγαλύτερα
τμήματα της κοινωνίας προ του φάσματος της εξαθλίωσης θα επιδιώκουν
«λύσεις» ολοκληρωτικού χαρακτήρα, αφού η αριστερή πρόταση παρουσιάζεται
συγχυσμένη, προβληματική και αδιόρατη, δηλαδή χρεοκοπημένη.
Μόνο που
αυτή η προς τα άκρα εξώθηση του κοινωνικού σώματος, έχοντας ως κινητήρια
δύναμη το μίσος προς τους κρατούντες και την άρχουσα ιδεολογία και
τάξη, που συνεχίζει να φοροδιαφεύγει και να πλουτίζει, εγκυμονεί τον
κίνδυνο μιας δυναμικής αντιπαράθεσης η οποία αυτή τη φορά, πολύ φοβάμαι,
θα έχει το χαρακτήρα ενός εμφυλίου πολέμου με διαστάσεις απρόβλεπτες
και οπωσδήποτε εξεχόντως οδυνηρές.O Σεραφείμ Γ. Κωνσταντίνου είναι φιλόλογος
http://e-parembasis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_5.html